- συναγωνισμός
- Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά πρόσωπα ανεξάρτητα, που συγκρούονται (συναγωνίζονται, ανταγωνίζονται) μεταξύ τους χωρίς κανένα απ’ αυτά να είναι σε θέση να προσφέρει ή να ζητήσει μόνο του μια τέτοια ποσότητα του ίδιου εμπορεύματος, ώστε να μπορεί να επηρεάσει με τη συμπεριφορά του το επίπεδο της τιμής. Οι διάφορες μονάδες των εμπορευμάτων πρέπει να είναι ομογενείς και να μπορεί η μια να αντικαταστήσει την άλλη. Οι συντελεστές της παραγωγής και τα παραγόμενα προϊόντα χρειάζεται να μπορούν να μετακινηθούν ελεύθερα από τον ένα τόπο στον άλλο. Οι μονάδες του εμπορεύματος πρέπει να παράγονται και να πουλιούνται συγχρόνως και όλοι οι συναλλασσόμενοι να έχουν απόλυτη γνώση της αγοράς. Σε μια τέτοια κατάσταση, η τιμή κάθε στιγμή σταθεροποιείται αυτόματα στο επίπεδο που λέγεται «ισορροπίας», όπου η ποσότητα που ζητείται από τους αγοραστές και η ποσότητα που προσφέρεται από τους πωλητές είναι ίσες. Πραγματικά, αν η τιμή ήταν ανώτερη από το σημείο της ισορροπίας, οι αγοραστές θα έτειναν v’ αγοράσουν μόνο μικρότερη ποσότητα του εμπορεύματος, ενώ οι πωλητές θα ήταν πρόθυμοι να πουλήσουν περισσότερη. Ένα μέρος της προσφερόμενης ποσότητας του εμπορεύματος θα έμενε απούλητο, αλλά ο σ. μεταξύ των πωλητών, που ο καθένας τους ενδιαφέρεται να διαθέσει το δικό του εμπόρευμα, θα προκαλούσε πτώση της τιμής. Αντίθετα, μια πολύ χαμηλή τιμή θα είχε συνέπεια να ζητείται μια ποσότητα του εμπορεύματος μεγαλύτερη από εκείνη που προσφέρεται και ο σ. μεταξύ των αγοραστών, που δε θα ήθελαν να το στερηθούν, θα προκαλούσε ύψωση της τιμής. Η τιμή του σ. εξισώνει έτσι τη ζητούμενη με την προσφερόμενη ποσότητα, την κατανάλωση και την παραγωγή.
Εφόσον η συμπεριφορά ενός μεμονωμένου παραγωγού δεν μπορεί να επηρεάσει την τιμή της αγοράς, κανένας απ’ αυτούς δεν φοβάται –αυξάνοντας την ποσότητα που παράγει αυτός– να ρίξει την τιμή. Γι’ αυτό κάθε παραγωγός επεκτείνει όσο μπορεί την παραγωγή του, φροντίζοντας ώστε το κόστος της τελευταίας μονάδας του παραγόμενου εμπορεύματος (κόστος που υποτίθεται ότι βαίνει διαρκώς αυξανόμενο) να μην είναι ανώτερο από την τιμή της αγοράς. Στο καθεστώς του σ. λοιπόν η παραγωγή φτάνει στο μεγαλύτερο δυνατό όγκο.
Αν μερικοί παραγωγοί χρησιμοποιούν καλύτερες παραγωγικές μεθόδους και κατορθώνουν να παράγουν το εμπόρευμα με μέση τιμή χαμηλότερη από την τιμή της αγοράς, πραγματοποιώντας έτσι ένα κέρδος, άλλοι, γοητευμένοι από αυτό το κέρδος, θα εφαρμόσουν με τον καιρό τις ίδιες μεθόδους. Η εκδήλωση σ. μεταξύ πολλών παραγωγών καλύτερα οργανωμένων αποκλείει εκείνους που δεν μπορούν ή δεν ξέρουν να προσαρμοστούν στη χρήση των νέων τεχνικών μεθόδων και ρίχνει την τιμή σε διαρκώς χαμηλότερο επίπεδο, ανταποκρινόμενο στο ελάχιστο μέσο κόστος, χαρακτηριστικό της καλύτερης από τις δυνατές παραγωγικές μεθόδους.
Από το σ. μεταξύ των επιχειρήσεων στη ζήτηση των συντελεστών της παραγωγής (εργασίας, κεφαλαίου, φυσικών πόρων) και το σ., στην προσφορά τους, μεταξύ εκείνων που τους κατέχουν (εργάτες, αποταμιευτές, κτηματίες), προκύπτει ότι και γι’ αυτούς υπάρχει μια ενιαία τιμή (μισθός, τόκος, πρόσοδος) ανάλογη με τη συμβολή του καθενός στην παραγωγή (παραγωγικότητα). Οι συντελεστές της παραγωγής δεν μπορούν να μείνουν αχρησιμοποίητοι και η κατανομή τους μεταξύ όλων των δυνατών απασχολήσεων είναι εκείνη που συμφέρει καλύτερα. Εφόσον όλα τα αγαθά παράγονται με την πρόβλεψη της ζήτησής τους από τους καταναλωτές, λέγεται ότι η οικονομία του σ. βρίσκεται κάτω από την «κυριαρχία του καταναλωτή».
Αυτό είναι το πλαίσιο –τουλάχιστον το ειδυλλιακό– του καθεστώτος του τέλειου σ., όπως χαράσσεται αφηρημένα από τους οικονομολόγους, μερικοί από τους οποίους (οι υποστηριχτές του φιλελευθερισμού) υποστήριξαν όχι μόνο πως αυτό είναι το καλύτερο μεταξύ όλων των δυνατών καθεστώτων, αλλά και ότι για την εξασφάλιση της τέλειας λειτουργίας του αρκεί το κράτος να αποφεύγει κάθε επέμβαση στην αυτόματη ισορρόπηση της ζήτησης και της προσφοράς.
Οι σύγχρονοι οικονομολόγοι, έστω κι αν ανήκουν σε διαφορετικές σχολές, συμφωνούν σήμερα στην παραδοχή ενός οράματος λιγότερο αισιόδοξου, γιατί έχει αναγνωριστεί πια ότι στη συγκεκριμένη οικονομική ζωή δεν μπορεί να εφαρμοστεί απόλυτα ένα καθεστώς τέλειου σ. και δεν εφαρμόστηκε ποτέ (εκτός ίσως, περίπου, κατά τον 19o αι. και έως τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο) και πρέπει να γίνει παραδεκτό πως δεν είναι πάντα αρκετή η αυτόματη λειτουργία των νόμων της προσφοράς και της ζήτησης για να επιτευχθούν οι οικονομικά και κοινωνικά καλύτερες λύσεις.
Στην πραγματική αγορά λείπουν, πραγματικά, μερικές από τις συνθήκες που χαρακτηρίζουν τον «τέλειο» σ.:
–Δεν μπορεί να υπάρχει ομοιόμορφη τιμή, εξαιτίας της διαφοροποίησης των προϊόντων (πατέντες, μάρκες διαφήμιση), της διαφορετικής τοποθέτησης των επιχειρήσεων και του κόστους μεταφοράς, καθώς και της μη γνώσης της αγοράς από τους καταναλωτές. Τότε έχουμε καθεστώς «ατελούς σ.» που είναι εκείνο που συναντούμε συχνότερα στην οικονομική πραγματικότητα (στο μεγαλύτερο μέρος των βιομηχανικών προϊόντων, στο λιανικό εμπόριο και κάποτε και στο χονδρικό).
–Όταν τα πάγια έξοδα έχουν μεγάλη επίδραση στο κόστος παραγωγής, οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να αντιδράσουν σε μια μείωση της ποσότητας του προϊόντος που ζητείται με τον περιορισμό της παραγωγής (όπως θα έπρεπε) χωρίς να υποστούν σοβαρές ζημιές. Η καθεμιά απ’ αυτές θα προσπαθούσε να εκτοπίσει τις άλλες πουλώντας κάτω από το κόστος και γρήγορα θα έφταναν στον «καταστρεπτικό σ.», αν τις περισσότερες φορές οι επιχειρήσεις δεν ενώνονταν σε καρτέλ, για να θέσουν τέρμα στον σ. επιβάλλοντας ένα καθεστώς «κονσόρτσιουμ».
–Όταν, με την αύξηση της παραγόμενης ποσότητας, το μέσο κόστος αντί να αυξάνει (όπως υποθέσαμε προηγούμενα) ελαττώνεται και μια μόνη ή πολύ λίγες επιχειρήσεις καταλήγουν αναπόφευκτα να συγκεντρώσουν όλη την παραγωγή (κατορθώνοντας να μεταβάλουν όπως θέλουν την παραγόμενη ποσότητα ή την τιμή), να έχουν τον έλεγχο της αγοράς, της οποίας είναι πια αυτές κυρίαρχες και όχι ο καταναλωτής. Αυτό είναι το καθεστώς του «ολιγοπωλίου» (όταν είναι μόνο μια). Το μονοπώλιο (που μπορεί να οφείλεται σε φυσικούς λόγους, στη νομοθεσία κλπ.) μπορεί να υπάρχει όχι μόνο από την πλευρά της προσφοράς, αλλά και από την πλευρά της ζήτησης, ή και από τις δύο (όπως συμβαίνει συχνά στην αγορά εργασίας, όπου συγκρούονται συνδικάτα εργατών και εργοδοτών).
Σε όλες τις περιπτώσεις και σε άλλες ακόμα η τιμή και ο όγκος της παραγωγής είναι διαφορετικά από τα «άριστα» που θα προέκυπταν από τη σύγκρουση, σε καθεστώς τέλειου σ., ζήτησης και προσφοράς. Σε διάφορες περιπτώσεις άλλωστε η ζήτηση και η προσφορά δεν τείνουν πραγματικά –όπως θα έπρεπε– να ισορροπήσουν αυτόματα, αλλά μπορούν αντίθετα να αντιδράσουν προς την κατεύθυνση της έντασης της ανισορροπίας εξαιτίας της μείωσης της ζήτησης (και επομένως της τιμής) του σταριού, ο χωρικός (ο γεωργός που βλέπει έτσι να περιορίζεται η μόνη του πηγή κέρδους) αντί να αποφασίσει να περιορίσει την παραγωγή του, αντίθετα παρασύρεται συχνά να επιδιώξει τη θεραπεία εργαζόμενος σκληρότερα, για να παράγει ακόμα περισσότερα (το ίδιο συμβαίνει με τον εργάτη που, όταν βλέπει να πέφτει η ωριαία αμοιβή του, επειδή υπάρχει λιγότερη ζήτηση της εργασίας του, παρασύρεται –για να ζήσει– να προσπαθήσει να δουλέψει περισσότερο και να αναζητήσει δουλειά και για τους δικούς του). Σε περιόδους αβεβαιότητας η αύξηση των τιμών (αν συνοδεύεται από την πρόβλεψη και άλλων αυξήσεων), αντί να κάνει τους καταναλωτές να περιορίσουν τη ζήτησή τους, μπορεί να τους ωθήσει να προεξοφλήσουν τις αυξήσεις και να σπεύσουν να αγοράσουν. Τέλος, η μικρή ευκινησία των συντελεστών της παραγωγής από τη μια απασχόληση σε άλλη έχει αποτέλεσμα, αντί να απασχολούνται πλήρως και να κατανέμονται με τρόπο που να είναι περισσότερο συμφέρων, να μπορούν –ανάλογα με τις διακυμάνσεις της αγοράς– να λείπουν ή να περισσεύουν κι έτσι να απολαμβάνουν διαφορικά κέρδη ή να υποφέρουν από ανεργία. Από τις ανισορροπίες που απειλούν την αγορά των συντελεστών της παραγωγής, εκείνη που αναφέρεται στην αποταμίευση και στις επενδύσεις είναι περισσότερο εκτεθειμένη σε διακυμάνσεις που θίγουν ολόκληρη την οικονομική ζωή.
Ακόμα κι αν υποθέσουμε πως η αγορά ήταν απαλλαγμένη από όλες αυτές τις ατέλειες, ούτε τότε το καθεστώς του «τέλειου σ.» θα έδινε απόλυτα ικανοποιητική απάντηση σε όλα τα προβλήματα: η λεγόμενη κυριαρχία του καταναλωτή περιορίζεται από το εισόδημα που διαθέτει αυτός και η ζήτηση, της οποίας η τιμή ισορροπίας εξασφαλίζει τη μεγαλύτερη δυνατή ικανοποίηση, είναι η ζήτηση εκείνου που μπορεί να πληρώσει περισσότερα και όχι η ζήτηση εκείνου που έχει μεγαλύτερη ανάγκη. Όσο πιο άνιση είναι η κατανομή του πλούτου, τόσο λιγότερο η ικανοποιούμενη ζήτηση ανταποκρίνεται αποτελεσματικά στις πιο έντονες ανάγκες. Υπάρχουν από το άλλο μέρος τομείς της οικονομίας, που δεν μπορούν να αφεθούν στην ελεύθερη λειτουργία του σ.: από μερικές δημόσιες υπηρεσίες, που σχεδόν σε κάθε εποχή εξασφαλίζονταν από το κράτος, ως τους τομείς όπου η επέμβαση της κρατικής εξουσίας είναι σχετικά πρόσφατη, αλλά παρουσιάζονται ουσιαστικά πλέον σε όλες τις χώρες του κόσμου: π.χ. το εξωτερικό εμπόριο· η αγορά της εργασίας (η εργασία των ανθρώπων δεν είναι ένα οποιοδήποτε εμπόρευμα και ο μισθός δεν είναι μια τιμή σαν κάθε άλλη, γιατί είναι ο μόνος πόρος ζωής μεγάλου μέρους του πληθυσμού)· η γεωργία (αυτός είναι ένας τομέας όπου οι πολυάριθμοι παραγωγοί συχνά θα βρίσκονταν σε τέλειο σ. μεταξύ τους, αλλά με καταστρεπτικές κοινωνικές συνέπειες: αρκεί να πούμε ότι, σε καθεστώς ελεύθερης αγοράς, μια συγκομιδή καλύτερη από τη συνηθισμένη μπορεί να ρίξει τις τιμές σε σημείο που να είναι συμφορά για όσους ασχολούνται με το γεωργικό τομέα).
Μπροστά στην επανάληψη των οικονομικών κύκλων, στην εναλλαγή καταστάσεων πληθωρισμού και ανεργίας, αναγνωρίστηκε τελικά η ανάγκη της εφαρμογής μιας πολιτικής συγκυρίας, που αποβλέπει στην αποφυγή, με κατάλληλα μέσα, των κρίσεων.
Αυτό δεν σημαίνει πως το αισιόδοξο όραμα των φιλελεύθερων σχετικά με το καθεστώς του σ. πρέπει να αντικατασταθεί με μια τελείως απαισιόδοξη εικόνα: αν ο σ. δεν μπορεί να είναι τέλειος, μπορεί, πραγματικά, να τελειοποιηθεί. Ατελής σ., κονσόρτσια, μονοπώλια μπορούν, με κρατική ενέργεια που να τείνει να διατηρήσει και να αναζωογονήσει –όπου αυτό είναι δυνατόν και κοινωνικά ωφέλιμο– να βελτιώσουν την ελεύθερη λειτουργία του σ. (αυτή είναι η λεγόμενη «αντιμονοπωλιακή πολιτική», που υποστήριξαν οικονομολόγοι). Όπου ο σ. αποδείχνεται αδύνατος ή καθαρά επιβλαβής, μπορούν να παρουσιαστούν διάφοροι τύποι που συντονίζουν την ιδιωτική πρωτοβουλία με την κρατική προστασία του κοινωνικού συμφέροντος, σύμφωνα με αρχές και με τη χρησιμοποίηση μέσων, που μπορούν να διαφέρουν πολύ (ανάλογα με τις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές τάσεις που επικρατούν σε μια χώρα) και που μπορούν να ερμηνευτούν κατά πολλούς τρόπους, τονίζοντας είτε την κρατική παρέμβαση είτε την ελεύθερη συνεργασία των ιδιωτών.
0 συναγωνισμός αποτελεί στοιχεία χαρακτηριστών των χωρών της ελεύθερης οικονομίας. Εδώ, χαλκογραφία του 1870 που εικονίζει αγώνα ταχύτητας μεταξύ δυο αμερικανικών ποταμόπλοιων, που αποσκοπεί να προσελκύσει μεγαλύτερο αριθμό επιβατών στο σκάφος που θα νικήσει.
Διακήρυξη της Εταιρείας Ποταμόπλοιων του Λουάρ (1826). Ανακοινώνει μείωση των ναύλων για να αντέξει στο συναγωνισμό άλλης εταιρείας.
* * *ο, ΝΜ [συναγωνίζομαι]νεοελλ.1. άμιλλα για επικράτηση, αγώνας για υπερίσχυση2. (οικον.) σύστημα ελεύθερης διεξαγωγής τών εργασιών από κάθε οικονομική μονάδα, με στόχο τη διασφάλιση τής απρόσκοπτης προσφοράς τών υπηρεσιών τους στο κοινό, σύστημα που είναι χαρακτηριστικό τής καπιταλιστικής οικονομίας τής ελεύθερης αγοράς3. φρ. α) «παρακώλυση συναγωνισμού»(ποιν. δίκ.) πλημμέλημα που συνίσταται στην παρεμπόδιση τής ελεύθερης διαμόρφωσης τής πλειοδοσίας κατά τη διάρκεια πλειστηριασμού, με την άσκηση βίας ή την εκτόξευση απειλών ή την προσφορά δώρων ή υποσχέσεων σε όποιον προσφέρει ή προτίθεται να προσφέρει τιμή εκπλειστηριάσεωςβ) «αθέμιτος συναγωνισμός»(οικον.) συναγωνισμός που διεξάγεται με αθέμιτα μέσαγ) «εκτός συναγωνισμού» — ασυναγώνιστος, εξαιρετικόςμσν.1. βοήθεια, σύμπραξη2. υποστήριξη («ἐκεῑνος μόνος γενναῑος ὢν τὴν ψυχὴν εἰς συναγωνισμὸν ἦλθε τῆς ἀληθείας», Ιω. Μον.).
Dictionary of Greek. 2013.